- αποκαταριά
- η низ, нижняя часть (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποκατάρι — το κ. αποκαταριά, η 1. η κάτω επιφάνεια πράγματος 2. η κάτω μυλόπετρα 3. τα αποκατάρια τα τέσσερα εγκάρσια ξύλα του αργαλιού προς το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκάτω + (παραγωγική κατάλ.) άρι] … Dictionary of Greek